-
1 ἐπι-στάζω
ἐπι-στάζω (s. στάζω), darauf tröpfeln, Hippocr. u. Sp.; übertr., τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν Pind. I. 3, 90; κἂν βραχὺ τῆς ἰδίας πειϑοῦς ἐπιστάξῃς Luc. amor. 19.
1 ἐπι-στάζω
ἐπι-στάζω (s. στάζω), darauf tröpfeln, Hippocr. u. Sp.; übertr., τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν Pind. I. 3, 90; κἂν βραχὺ τῆς ἰδίας πειϑοῦς ἐπιστάξῃς Luc. amor. 19.